λαρυγγικός

λαρυγγικός
-ή, -ό (Α λαρυγγικός, -ή, -όν) [λάρυγξ]
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λάρυγγα («λαρυγγικά νεύρα»)
2. φρ. α) «λαρυγγική θεωρία» ή «θεωρία περί λαρυγγικών φθόγγων τής ΙΕ» — θεμελιώδης θεωρία για την υφή και προέλευση τών φωνηέντων τής Ινδοευρωπαϊκής, η οποία βοήθησε σημαντικά στην ερμηνεία διαφόρων μεταπτωτικών φαινομένων, ιδιαίτερα όμως στην ερμηνεία τών βραχέων φωνηέντων που προέρχονται από μεταπτωτική συστολή αντίστοιχων μακρόφωνων ριζών
β) «λαρυγγικοί φθόγγοι» — υποθετικοί ημιφωνικού χαρακτήρα φθόγγοι, στην ύπαρξη τών οποίων στηρίχθηκε η λαρυγγική θεωρία
αρχ.
γαστρίμαργος, φαγάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λαρυγγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λάρυγγα: Λαρυγγικός μυς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λαρυγγικόν — λαρυγγικός gluttonous masc acc sg λαρυγγικός gluttonous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάρυγγας — Κοίλο σωληνοειδές όργανο. Στα θηλαστικά παρεμβάλλεται μεταξύ φάρυγγα και τραχείας και, μεταξύ άλλων, είναι υπεύθυνο για την παραγωγή της φωνής. Ο λ. έχει σκελετό που αποτελείται από εννέα χόνδρους: ο μεγαλύτερος είναι ο θυρεοειδής χόνδρος, που… …   Dictionary of Greek

  • Α,α — Το γράμμα που παρέμεινε επικεφαλής του αλφαβήτου, σε όλη τη διάρκεια και τις φάσεις της ιστορίας του. Προήλθε από το πρώτο σύμβολο του φοινικικού αλφαβήτου, που είχε το γραμμικό σχήμα ⊄, δηλαδή περίπου το σχήμα της κεφαλής του ταύρου και… …   Dictionary of Greek

  • σεμνοπίθηκοι — (semnopithecus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη και ποικιλίες πιθήκων του γένους πρεσβείτης ή σεμνοπίθηκος, του πιο διαδομένου της οικογένειες των Κερκοπιθηκιδών. Λέγονται και πρεσβύτες ή απλά πίθηκοι και χαρακτηρίζονται από τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”