- λαρυγγικός
- -ή, -ό (Α λαρυγγικός, -ή, -όν) [λάρυγξ]νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λάρυγγα («λαρυγγικά νεύρα»)2. φρ. α) «λαρυγγική θεωρία» ή «θεωρία περί λαρυγγικών φθόγγων τής ΙΕ» — θεμελιώδης θεωρία για την υφή και προέλευση τών φωνηέντων τής Ινδοευρωπαϊκής, η οποία βοήθησε σημαντικά στην ερμηνεία διαφόρων μεταπτωτικών φαινομένων, ιδιαίτερα όμως στην ερμηνεία τών βραχέων φωνηέντων που προέρχονται από μεταπτωτική συστολή αντίστοιχων μακρόφωνων ριζώνβ) «λαρυγγικοί φθόγγοι» — υποθετικοί ημιφωνικού χαρακτήρα φθόγγοι, στην ύπαρξη τών οποίων στηρίχθηκε η λαρυγγική θεωρίααρχ.γαστρίμαργος, φαγάς.
Dictionary of Greek. 2013.